Αποστολική Εκκλησία

του Χριστού Λιβαδειάς

Ο ΜΠΟΝΚΕ ΑΝΑΣΤΑΙΝΕΙ ΑΝΔΡΑ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ ΣΤΗΝ ΟΝΙΤΣΑ
Ο πιο πάνω τίτλος εμφανίστηκε σαν πρώτος τίτλος  στην Νιγηριανή εφημερίδα ‘ Ο Ταχυδρόμος’.Ήταν άραγε αλήθεια ένα θείο θαύμα η μια υπερβολή του τύπου για να εντυπωσιάσει; Ο Ιησούς είπε: Ακόμη και εάν ένας σηκωθεί από τους νεκρούς αυτοί δεν θα πιστέψουν’ Κρίνε μόνος σου! Η απόδειξη και τα γεγονότα είναι εδώ, όπως παρακάτω θα διαβάσεις όμως πάρα πολύ μόνο κατέπληξαν τους δημοσιoγράφους και την κριτική τους και τους άφησαν δίχως διόλου μιλιά!. Το πρωί της 30ης Νοεμβρίου του 2001 ο Ντανιέλ Εκεσούκου (Daniel Ekechukwu) ,ποιμένας της Ευαγγελικής Εκκλησίας στην Ονίτσα μαζί με τον φίλο του Κινγκσλευ Ιρουκα (Kingsley Iruka) ,αγοράζοντας σαν Χριστουγεννιάτικο δώρο , ένα κατσίκι, πήγαιναν, να επισκεφτεί το πατέρα του που έμενε σε ένα κοντινό χωριό της πόλης Οουέρρι.
Ο Ντανιέλ οδηγούσε την παλιά του εδώ και είκοσι χρόνια μερσεντές. Όταν επέστρεφαν κατηφορίζοντας ένα απότομο δρόμο, τα φρένα του αυτοκινήτου δεν έπιαναν και ο Ντανιέλ δεν μπορούσε να κάνει τίποτα.Το αυτοκίνητο με μεγάλη ταχύτητα κατηφόριζε χωρίς σταματημό και τσακίστηκε κυριολεκτικά σε ένα βράχο. Χωρίς να φοράει ζώνη ,ο Ντανιέλ κτύπησε βίαια μπροστά. Το κεφάλι του κτύπησε στο παρμπρίζ και το τιμόνι και το χερούλι της πόρτας τρύπησαν το σώμα του. Ο φίλος του Ντανιέλ παρόλο που τραντάχθηκε δεν κτύπησε  άσχημα και στράφηκε στον Ντανιέλ με την ελπίδα να τον βρει καλά. Όμως όταν τον αντίκρισε χλόμιασε. Το αίμα έτρεχε πάνω από την μύτη του Ντανιέλ από μια πληγή στο κεφάλι του, και μετά άρχισε να ξερνά αίμα από βαριά εσωτερική αιμορραγία. Βοήθεια ήλθε αμέσως. Θαυμαστά
ο Ντανιέλ κρατήθηκε στη ζωή μέχρι που μπήκε στην εντατική του τοπικού Νοσοκομείου.
Η γυναίκα του ηΝιέκα ,ήλθε κοντά του. Τον βρήκε μόλις ζωντανό. Κρατιόταν στη ζωή ίσα ίσα για να της ζητήσει να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο στο Οουέρρι όπου ήταν ο οικογενειακός τους γιατρός, που ήταν λάθος γιατί έπρεπε να διανύσουν μιάμιση ώρα απόσταση στον δρόμο. Μέσα σε λίγα λεπτά ενώ ο Ντανιέλ ήταν στο νοσοκομειακό αυτοκίνητο ένιωσε να πεθαίνει. Προσπάθησε να ψιθυρίσει τις τελευταίες λέξεις και οδηγίες στην Νιέκα. Ιδιαίτερα την παρεκάλεσε να φροντίσει να συνεχιστεί το έργο της Εκκλησίας. Ακόμη προσπάθησε να την ενημερώσει για ένα δύο καταστάσεις της εκκλησίας ,όμως η μιλιά του ξεθώριασε και
έχασε τις αισθήσεις του. Παρόλα αυτά ο οδηγός συνέχισε πιο γρήγορα και φθάνοντας στο Νοσοκομείο στο Οουέρρι, όλοι έτρεξαν στο επείγον περιστατικό. Ο γιατρός του Ντανιέλ δεν ήταν όμως σε υπηρεσία. Ένας άλλος γιατρός από το προσωπικό ανέλαβε να εξετάσει τον Ντανιέλ ,και γύρισε λυπημένος προς σ αυτούς γιατί το μόνο που μπορούσε ήταν να πιστοποιήσει ότι ο Ντανιέλ ήταν κιόλας νεκρός. Η γυναίκα του, Νιέκα φυσικά έπαθε σοκ. Αλλά ένα βιβλικό εδάφιο κουδούνισε μέσα στο κεφάλι της από την προς Εβραίους
Επιστολή κεφάλαιο 11: Γυναίκες έλαβαν πίσω τους νεκρούς τους αναστηθέντας. Μια παράξενη πεποίθηση την κυρίευσε. Το εννοούσε. Θα έβλεπε τον Ντανιέλ ζωντανό και καλά ξανά! Σε ότι ακολουθεί παρακάτω η Νιέκα ήταν το κλειδί! Το εδάφιο μέσα στο νου της Νιέκα την έκανε να μην μπορεί να δεχθεί την απλό γεγονός ότι ο Ντανιέλ πέθανε και έπρεπε να θαφτεί. Η επιμονή της σ αυτό της υπαγόρευε ότι κάτι έπρεπε να γίνει. Βιάστηκαν να δουν τον θείο του Ντανιέλ Οκορόνκουο Εμμνουέλ που ζούσε κοντά στο νοσοκομείο για να ρωτήσουν που ήταν ο οικογενειακός τους γιατρός. Δεν ήξερε όμως και τους οδήγησε να δουν τον δικό του γιατρό Τσόσσυ Ανουεμπουνίσα στην κλινική του St.Eunice.O Nτανιέλ μεταφέρθηκε εκεί και
με απόφαση της Νιέκα ελέγθηκε ξανά η κατάστασή του. Ο γιατρός μπορούσε  μόνο πάλι να πιστοποιήσει τον θάνατό του που είχε συμβεί στις 11,30 μμ της μέρας του ατυχήματος. Ύστερα ο γιατρός κατέγραψε την αναφορά του και ρώτησε αν ήθελαν το σώμα του Ντανιέλ να τεθεί στο νεκροφυλάκειο της κλινικής. Αρνήθηκαν και μετέφεραν ξανά το σώμα στο χωριό του μπαμπά του Ντανιέλ κοντά στο Οουέρρι και από κει στο νεκροφυλάκειο του Γενικού Νοσοκομείου του Λκεντούρου, που δεν ήταν μακριά. Ο επικεφαλής του νεκροφυλακείου, κος Μπάρλιγκτον Μανού  έκανε όλες τις διαδικασίες για το σώμα του Ντανιέλ, και ήταν  λίγο μετά τα μεσάνυχτα κοντά στις μία η ώρα το πρωί του Σαββάτου .Και επειδή το νεκροφυλάκειο δεν είχε χώρο ψύξης, έγινε και η συνηθισμένη ένεση για να συντηρηθεί το σώμα του νεκρού μέχρι το επόμενο πρωί, και τέθηκε σε ένα ράφι ανάμεσα σε δύο άλλους νεκρούς. Μετά έφυγαν όλοι .
Τότε συνέβη το πρώτο σημάδι που έδειχνε κάτι το ασυνήθιστο. Ο φύλακας ξύπνησε ,από κάτι
εκκλησιαστικούς ύμνους που ερχόταν από την μεριά του νεκροφυλακείου. Πήγε να δει τι είναι, όμως όταν πλησίασε, οι ύμνοι, σταμάτησαν. Απόρησε ,γιατί δεν βρήκε κανέναν εκεί γύρω. Ξαναπήγε για ύπνο. Για μια ακόμη φορά ξανακούσθηκε μουσική και παλαμάκια και πήγε σίγουρος ότι κάποιους θα βρει, όμως ενοχλημένος δεν βρήκε κανέναν. Για τρίτη φορά ο φύλακας ξανάκουσε τους ύμνους καθαρά και αυτή την φορά φοβήθηκε. Πανικόβλητος οδήγησε μέχρι το χωριό, του πατέρα του Ντανιέλ και τον σήκωσε από τον ύπνο για να του ζητήσει να μετακινηθεί το σώμα του γιού του γιατί συμβαίνουν παράξενα πράγματα στο νεκροφυλάκειο.
Ο πατέρας του Ντανιέλ τον ησύχασε λέγοντάς του ότι αυτά συμβαίνουν επειδή ο γιός του
είναι άνθρωπος του Θεού. Τότε ο νεκρός έμεινε εκεί που είχε τεθεί μέχρι το πρωί του Σαββάτου και όλη την ημέρα χωρίς πια να συμβεί τίποτε άλλο. Εν τω μεταξύ η γυναίκα του Ντανιέλ που ήταν πεπεισμένη ότι ο άνδρας της θα ζούσε πάλι ,ήθελε το σώμα του να μεταφερθεί στην Εκκλησία στην Ονίτσα όπου ο Μπόνκε επρόκειτο να μιλήσει σε μια τελετή αφιερωμένη στις υπηρεσίες της Χάρης του Θεού. Ο πατέρας του Ντανιέλ εν τούτοις που ήταν Μορμόνος είπε ότι θα  χτυπούσε το σώμα επτά φορές με την Βίβλο και εάν ο Ντανιέλ δεν
ανασταινόταν θα έπρεπε η Νιέκα να δεχθεί το γεγονός ότι δεν θα ξαναζούσε και έτσι το θέμα θα έκλεινε. Η Νιέκα που ήταν πραγματική Χριστιανή ,σκέφθηκε ότι ένας Μορμόνος δεν μπορούσε να καταλάβει. Η επίδειξη που έκανε ήταν μόνο για να την θυμώσει. Δεν θα εγκατέλειπε. Απαίτησε ότι ο Ντανιέλ έπρεπε να μεταφερθεί στην συνάθροιση του Μπόνκε Ο πεθερός της αντιλαμβανόμενος ότι εάν δεν μετέφερε τον γιό του, θα είχε μια ζωή το παράπονο της νύφης του, αφέθηκε να κάνει την επιθυμία της. Την επόμενη μέρα, Κυριακή 2 Δεκεμβρίου πήγαν να πάρουν το σώμα από το νεκροφυλάκειο. Ο φύλακας στεναχωρήθηκε για τις προθέσεις τους και για να κρύψει το γεγονός αυτής της απλής μεταφοράς ,το έντυσε σαν σε κηδεία και το
τοποθέτησε σε ένα φέρετρο, του οποίου έκλεισε το καπάκι. Πήραν λοιπόν τον Ντανιέλ στο φέρετρο και οδηγώντας μιάμιση ώρα  έφθασαν στην Ονίτσα .Στον χώρο της  συνάθροισης της Εκκλησίας, ο αστυνομικός τους έδιωξε. Η Νιέκα όμως ήταν αποφασισμένη, επέμενε και ικέτευε όχι μόνο να αφήσουν το φέρετρο στον χώρο της συνάθροισης αλλά να περάσει μέσα στη ίδια την Εκκλησία. Βλέποντας την εμμονή της ο αστυνομικός έλεγξε ότι το φέρετρο περιείχε ένα πτώμα  μόνο και όχι μια βόμβα, τους επέτρεψε να περάσουν. Όμως η ιδέα να φέρουν ένα φέρετρο μέσα σε μια γεμάτη από κόσμο εκκλησία τους έφερε σε αμηχανία. Τέλος ο ποιμένας και γιός του επισκόπου, ο Πωλ ζήτησε την άδεια του πατέρα του να φέρουν το σώμα μέσα στο κτίριο, σε ένα δωμάτιο παιδιών, και τα παιδιά τα μετέφεραν σε μια άλλη αίθουσα. Το σώμα τοποθετήθηκε σε ένα τραπέζι. Ο Πωλ και ένα άλλος ποιμένας επέβλεπαν το σώμα  και παρατηρούσαν ότι η ακαμψία του θανάτου ήταν στα μέλη του. Ακόμη 2 ποιμένες ήλθαν μαζί να φυλάνε το σώμα. Ο Μπόνκε εν τω μεταξύ που δεν ήξερε τίποτε από αυτό το
γεγονός κήρυττε και προσευχόταν στην συνάθροιση. Τότε ήταν που οι ποιμένες παρατήρησαν ένα ελαφρό τίναγμα στο στομάχι του πτώματος. Ύστερα το πτώμα πήρε μια ανάσα και αμέσως ακανόνιστες αναπνοές φάνηκαν, όπως αναφέρθηκε. Ενθαρρυμένοι οι ποιμένες έπεσαν στα γόνατα σε θερμή προσευχή ,ενώ ξέντυσαν το σώμα και άρχισαν να κάνουν μασάζ από το κεφάλι μέχρι τα πόδια, και ο Ντανιέλ ήταν άκαμπτος σαν σίδερο, ζήτησαν ανεμιστήρες για να δώσουν πιο πολύ αέρα στον Ντανιέλ να αναπνέει. Καθώς αυτά το νέα μαθεύτηκαν
αμέσως, άρχισε να γίνεται ένα πανδαιμόνιο. Μετά όπως  είπε ο ποιμένας Λόρενς στις 5,15 την Κυριακή το απόγευμα σχεδόν δύο μέρες από τον θάνατο του, ο Ντανιέλ άνοιξε τα μάτια του κάθισε και έγειρε στον ώμο το ποιμένα Λόρενς. Άνθρωποι άρχισαν να γεμίζουν τον χώρο για να δουν τον αναστημένο άνδρα. Ο ποιμένας στεναχωρήθηκε γιατί δεν θα είχε αρκετό οξυγόνο ο Ντανιέλ και τον μετέφερε μέσα στην Εκκλησία  .Ο Ντανιέλ μίλησε για πρώτη φορά: Νερό, νερό! Του  έδωσαν κουταλιές νερό και μετά ζεστό τσάι. Τον κάθισαν σε μια καρέκλα στην πλατφόρμα όπου εκατοντάδες άνθρωποι τον είδαν σιγά σιγά να συνέρχεται. Δεν είχε ακόμη
συγκεντρώσει τις σκέψεις του και στην αρχή δεν αναγνώριζε κανέναν ,ούτε τον ίδιο του τον γιο που ήλθε να δει τον μπαμπά του. Σιγά σιγά όμως μέχρι το βράδυ είχε έλθει σε πλήρη συνείδηση του εαυτού του. Ο ίδιος έγινε ένα θαύμα και τα πλήθη κατέκλυζαν το σπίτι του, γι αυτό μεταφέρθηκε  σε ένα μυστικό τόπο, από ένα γιατρό για δύο μέρες ,για να δυναμώσει. Ο κάποτε νεκρός άνδρας όχι μόνο σηκώθηκε από το φέρετρό του αλλά ο σοβαρός τραυματισμός του που είχε φέρει τον θάνατό του, είχε επίσης θεραπευθεί χωρίς να αφήσει κανένα ίχνος. Ο Μπόνκε εν τω μεταξύ είχε αμέσως  αφήσει αυτόν τον τόπο για να πάρει μια άλλη πτήση.
Καμιά αμφιβολία; Εδώ είναι μερικά σκέτα γεγονότα που δεν μπορούν να περάσουν: Για δύο μέρες ο Ντανιέλ δεν ανέπνεε, η καρδιά του είχε σταματήσει να κτυπά. Συνέβη σε ένα ζεστό κλίμα ,δεν ήταν μια υποψιασμένη αναζωογόνηση σε ένα κρύο χώρο. Του έγινε μια βαριά ένεση για να τον συντηρήσει από την σήψη. Σαν πτώμα σύρθηκε και τοποθετήθηκε σε έναν φέρετρο χωρίς αέρα και έμεινε εκεί για ώρες. Θα έπρεπε να έχει σοβαρότατη πάθηση στον εγκέφαλό του ,όμως είναι ζωντανός χωρίς κανένα σημάδι ασθένειας. Δεν είναι επίσης κανένας ισχυρισμός ότι κάποιος αναστήθηκε ιδιαίτερα μέσα σε ένα σπίτι. Εδώ έχουμε ένα δημόσιο γεγονός! Μια φανερή ανάσταση από τον θάνατο. Εάν κανείς μάρτυρας θα πρέπει να δοθεί ονομαστικά ,αυτή είναι η Νιέκα. Η αθεράπευτή της ΠΙΣΤΗ ,μόνη αυτή ,εμπόδισε να θαφτεί ο Ντανιέλ απλά και μόνο για να τον φέρει όπου ήταν πεπεισμένη ότι ο Θεός ΜΠΟΡΟΥΣΕ να τον ξαναφέρει πίσω στην ΖΩΗ. Θεωρούσε τον Ρειχάρντ Μπόνκε σαν άνθρωπο του Θεού και ότι στην ατμόσφαιρα της πίστης όπου εκείνος διακονούσε αυτό το Θαύμα ήταν δυνατόν. Η ΠΙΣΤΗ της Νιέκα  δημιούργησε όλο αυτό το γεγονός και η πίστη της τιμήθηκε.
Από ΠΟΙΟΝ; ΠΟΙΟΣ τίμησε την Πίστη της; Αν όχι ο ΘΕΟΣ , ποιός άλλος;
Ρεπορτάζ:Robert Murphree & George Canty.
Φωτογραφίες  -  Photographs

 
 

 

 

 

 

 

Αποστολική Εκκλησία του Χριστού Λιβαδειάς